κοινεών

κοινεών
κοινεών, ὁ (Α)
ο κοινωνός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιν-άνων (< κοινός + κατάλ. -ᾱων, πρβλ. διδυμ-άων, ξυν-άων). Η κατάλ. -εών είναι η ιωνική-αττική μορφή τής ομηρικής -ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή -ᾱν (πρβλ. κοιν-άν) και στην αττική τη μορφή -ών (πρβλ. κοινών)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοινεών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινεῶν' — κοινεῶνα , κοινεών masc acc sg κοινεῶνι , κοινεών masc dat sg κοινεῶνε , κοινεών masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κοινών — κοινών, ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, ᾱνος (Α) 1. κοινωνός* 2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”